νοσογραφία

νοσογραφία
η
1. επιστημονική περιγραφή και ταξινόμηση τών νόσων
2. σύγγραμμα που περιγράφει μία ή περισσότερες νόσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nosography < νόσος + -γραφία (< -γράφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στον Ιωάννη Ασάνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νοσογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσογραφία. επίρρ... νοσογραφικώς με νοσογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • νοσογράφος — ο, η επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη νοσογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

  • Πινέλ, Φιλίπ — (Pinel, 1745 – 1826). Γάλλος γιατρός, θεμελιωτής της επιστημονικής ψυχιατρικής στη Γαλλία. Σπούδασε διαδοχικά στη φυσικομαθηματική σχολή της Τουλούζης και στην ιατρική σχολή του πανεπιστήμιου του Μονπελιέ. Στη συνέχεια άσκησε το επάγγελμα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”